Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
View word page
διάφυσις
germination

ShortDef

germination

Debugging

Headword:
διάφυσις
Headword (normalized):
διάφυσις
Headword (normalized/stripped):
διαφυσις
IDX:
22350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22351
Key:

Data

{'content': 'germination'}