Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
View word page
διαφυσικεύομαι
study natural philosophy

ShortDef

study natural philosophy

Debugging

Headword:
διαφυσικεύομαι
Headword (normalized):
διαφυσικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφυσικευομαι
IDX:
22349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22350
Key:

Data

{'content': 'study natural philosophy'}