Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
View word page
διαφυσάω
to blow in different directions, disperse

ShortDef

to blow in different directions, disperse

Debugging

Headword:
διαφυσάω
Headword (normalized):
διαφυσάω
Headword (normalized/stripped):
διαφυσαω
IDX:
22347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22348
Key:

Data

{'content': 'to blow in different directions, disperse'}