Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
View word page
διαφύομαι
to intervene

ShortDef

to intervene

Debugging

Headword:
διαφύομαι
Headword (normalized):
διαφύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφυομαι
IDX:
22346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22347
Key:

Data

{'content': 'to intervene'}