Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
View word page
διαφυλάσσω
to watch closely, guard carefully
ShortDef
to watch closely, guard carefully
Debugging
Headword:
διαφυλάσσω
Headword (normalized):
διαφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
διαφυλασσω
IDX:
22345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22346
Key:
Data
{'content': 'to watch closely, guard carefully'}