Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
View word page
διαφυλακτικός
fit for preserving

ShortDef

fit for preserving

Debugging

Headword:
διαφυλακτικός
Headword (normalized):
διαφυλακτικός
Headword (normalized/stripped):
διαφυλακτικος
IDX:
22344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22345
Key:

Data

{'content': 'fit for preserving'}