Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
View word page
διαφυλακτέος
to be watched, preserved

ShortDef

to be watched, preserved

Debugging

Headword:
διαφυλακτέος
Headword (normalized):
διαφυλακτέος
Headword (normalized/stripped):
διαφυλακτεος
IDX:
22343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22344
Key:

Data

{'content': 'to be watched, preserved'}