Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
View word page
διαφυή
any natural break, a joint, suture, division

ShortDef

any natural break, a joint, suture, division

Debugging

Headword:
διαφυή
Headword (normalized):
διαφυή
Headword (normalized/stripped):
διαφυη
IDX:
22342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22343
Key:

Data

{'content': 'any natural break, a joint, suture, division'}