Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
View word page
διαφυγή
a refuge, means of escape

ShortDef

a refuge, means of escape

Debugging

Headword:
διαφυγή
Headword (normalized):
διαφυγή
Headword (normalized/stripped):
διαφυγη
IDX:
22341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22342
Key:

Data

{'content': 'a refuge, means of escape'}