Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
View word page
διάφρυκτος
parched
ShortDef
parched
Debugging
Headword:
διάφρυκτος
Headword (normalized):
διάφρυκτος
Headword (normalized/stripped):
διαφρυκτος
IDX:
22340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22341
Key:
Data
{'content': 'parched'}