Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
View word page
διαφρύγω
bake

ShortDef

bake

Debugging

Headword:
διαφρύγω
Headword (normalized):
διαφρύγω
Headword (normalized/stripped):
διαφρυγω
IDX:
22339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22340
Key:

Data

{'content': 'bake'}