Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνότλητος
αἰνοτόκεια
αἰνοτόκος
αἰνοτύραννος
αἰνόφυτα
αἴνυμαι
αἵνω
αἴξ
ἄϊξ
αἰξωνεύομαι
αἰολάομαι
Αἰολεύς
Αἰοληΐς
αἰόλησις
αἰολίας
Αἰολίδας
Αἰολίδης
αἰολίζω
Αἰολίη
Αἰολικός
Αἰολίς
View word page
αἰολάομαι
to be restless
ShortDef
to be restless
Debugging
Headword:
αἰολάομαι
Headword (normalized):
αἰολάομαι
Headword (normalized/stripped):
αιολαομαι
IDX:
2233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2234
Key:
Data
{'content': 'to be restless'}