Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
View word page
διαφρουρέω
to keep one's post

ShortDef

to keep one's post

Debugging

Headword:
διαφρουρέω
Headword (normalized):
διαφρουρέω
Headword (normalized/stripped):
διαφρουρεω
IDX:
22338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22339
Key:

Data

{'content': "to keep one's post"}