Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
View word page
διαφρος
foamy
ShortDef
foamy
Debugging
Headword:
διαφρος
Headword (normalized):
διαφρος
Headword (normalized/stripped):
διαφρος
IDX:
22337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22338
Key:
Data
{'content': 'foamy'}