Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
View word page
διαφροντίζω
meditate on, consider

ShortDef

meditate on, consider

Debugging

Headword:
διαφροντίζω
Headword (normalized):
διαφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφροντιζω
IDX:
22336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22337
Key:

Data

{'content': 'meditate on, consider'}