Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
View word page
διαφρονέω
meditate

ShortDef

meditate

Debugging

Headword:
διαφρονέω
Headword (normalized):
διαφρονέω
Headword (normalized/stripped):
διαφρονεω
IDX:
22335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22336
Key:

Data

{'content': 'meditate'}