Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
View word page
διαφρέω
to let through, let pass

ShortDef

to let through, let pass

Debugging

Headword:
διαφρέω
Headword (normalized):
διαφρέω
Headword (normalized/stripped):
διαφρεω
IDX:
22334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22335
Key:

Data

{'content': 'to let through, let pass'}