Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
View word page
διαφράσσω
to be divided off

ShortDef

to be divided off

Debugging

Headword:
διαφράσσω
Headword (normalized):
διαφράσσω
Headword (normalized/stripped):
διαφρασσω
IDX:
22333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22334
Key:

Data

{'content': 'to be divided off'}