Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυγή
View word page
διαφρακτέον
one must partition off

ShortDef

one must partition off

Debugging

Headword:
διαφρακτέον
Headword (normalized):
διαφρακτέον
Headword (normalized/stripped):
διαφρακτεον
IDX:
22331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22332
Key:

Data

{'content': 'one must partition off'}