Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
View word page
διαφράζω
to speak distinctly, tell plainly

ShortDef

to speak distinctly, tell plainly

Debugging

Headword:
διαφράζω
Headword (normalized):
διαφράζω
Headword (normalized/stripped):
διαφραζω
IDX:
22330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22331
Key:

Data

{'content': 'to speak distinctly, tell plainly'}