Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
View word page
διαφραδής
distinct
ShortDef
distinct
Debugging
Headword:
διαφραδής
Headword (normalized):
διαφραδής
Headword (normalized/stripped):
διαφραδης
IDX:
22329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22330
Key:
Data
{'content': 'distinct'}