Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρονέω
διαφροντίζω
View word page
διάφραγμα
a partition-wall, barrier

ShortDef

a partition-wall, barrier

Debugging

Headword:
διάφραγμα
Headword (normalized):
διάφραγμα
Headword (normalized/stripped):
διαφραγμα
IDX:
22326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22327
Key:

Data

{'content': 'a partition-wall, barrier'}