Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
View word page
διαφόρητος
torn in pieces

ShortDef

torn in pieces

Debugging

Headword:
διαφόρητος
Headword (normalized):
διαφόρητος
Headword (normalized/stripped):
διαφορητος
IDX:
22323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22324
Key:

Data

{'content': 'torn in pieces'}