Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
View word page
διαφορητικός
promoting perspiration

ShortDef

promoting perspiration

Debugging

Headword:
διαφορητικός
Headword (normalized):
διαφορητικός
Headword (normalized/stripped):
διαφορητικος
IDX:
22322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22323
Key:

Data

{'content': 'promoting perspiration'}