Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
View word page
διαφόρησις
a plundering
ShortDef
a plundering
Debugging
Headword:
διαφόρησις
Headword (normalized):
διαφόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαφορησις
IDX:
22321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22322
Key:
Data
{'content': 'a plundering'}