Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
View word page
διαφορέω
to spread abroad

ShortDef

to spread abroad

Debugging

Headword:
διαφορέω
Headword (normalized):
διαφορέω
Headword (normalized/stripped):
διαφορεω
IDX:
22319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22320
Key:

Data

{'content': 'to spread abroad'}