Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
View word page
διαφοιτάω
to wander

ShortDef

to wander

Debugging

Headword:
διαφοιτάω
Headword (normalized):
διαφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
διαφοιταω
IDX:
22317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22318
Key:

Data

{'content': 'to wander'}