Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
View word page
διαφοιβάζω
to drive mad
ShortDef
to drive mad
Debugging
Headword:
διαφοιβάζω
Headword (normalized):
διαφοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
διαφοιβαζω
IDX:
22315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22316
Key:
Data
{'content': 'to drive mad'}