Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
View word page
διαφλύω
to be permeated
ShortDef
to be permeated
Debugging
Headword:
διαφλύω
Headword (normalized):
διαφλύω
Headword (normalized/stripped):
διαφλυω
IDX:
22313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22314
Key:
Data
{'content': 'to be permeated'}