Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
View word page
διαφλύζω
to be in exuberant health

ShortDef

to be in exuberant health

Debugging

Headword:
διαφλύζω
Headword (normalized):
διαφλύζω
Headword (normalized/stripped):
διαφλυζω
IDX:
22312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22313
Key:

Data

{'content': 'to be in exuberant health'}