Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
View word page
διαφλέγω
to burn through
ShortDef
to burn through
Debugging
Headword:
διαφλέγω
Headword (normalized):
διαφλέγω
Headword (normalized/stripped):
διαφλεγω
IDX:
22311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22312
Key:
Data
{'content': 'to burn through'}