Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
View word page
διαφιλοτιμέομαι
to strive emulously

ShortDef

to strive emulously

Debugging

Headword:
διαφιλοτιμέομαι
Headword (normalized):
διαφιλοτιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφιλοτιμεομαι
IDX:
22310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22311
Key:

Data

{'content': 'to strive emulously'}