Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
View word page
διαφιλοτεκνέω
persist in philoprogenitiveness
ShortDef
persist in philoprogenitiveness
Debugging
Headword:
διαφιλοτεκνέω
Headword (normalized):
διαφιλοτεκνέω
Headword (normalized/stripped):
διαφιλοτεκνεω
IDX:
22309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22310
Key:
Data
{'content': 'persist in philoprogenitiveness'}