Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
View word page
διαφιλονεικέω
to dispute earnestly

ShortDef

to dispute earnestly

Debugging

Headword:
διαφιλονεικέω
Headword (normalized):
διαφιλονεικέω
Headword (normalized/stripped):
διαφιλονεικεω
IDX:
22308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22309
Key:

Data

{'content': 'to dispute earnestly'}