Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοινίσσομαι
View word page
διαφθορεύς
a corrupter
ShortDef
a corrupter
Debugging
Headword:
διαφθορεύς
Headword (normalized):
διαφθορεύς
Headword (normalized/stripped):
διαφθορευς
IDX:
22306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22307
Key:
Data
{'content': 'a corrupter'}