Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
διαφοιβάζω
View word page
διαφθορά
destruction, ruin, blight, death

ShortDef

destruction, ruin, blight, death

Debugging

Headword:
διαφθορά
Headword (normalized):
διαφθορά
Headword (normalized/stripped):
διαφθορα
IDX:
22305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22306
Key:

Data

{'content': 'destruction, ruin, blight, death'}