Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
διαφλύω
διάφοβος
View word page
διαφθονέω
envy

ShortDef

envy

Debugging

Headword:
διαφθονέω
Headword (normalized):
διαφθονέω
Headword (normalized/stripped):
διαφθονεω
IDX:
22304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22305
Key:

Data

{'content': 'envy'}