Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διαφλύζω
View word page
διαφθείρω
to destroy, ruin; to corrupt

ShortDef

to destroy, ruin; to corrupt

Debugging

Headword:
διαφθείρω
Headword (normalized):
διαφθείρω
Headword (normalized/stripped):
διαφθειρω
IDX:
22302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22303
Key:

Data

{'content': 'to destroy, ruin; to corrupt'}