Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
View word page
διαφθέγγομαι
utter, speak
ShortDef
utter, speak
Debugging
Headword:
διαφθέγγομαι
Headword (normalized):
διαφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφθεγγομαι
IDX:
22301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22302
Key:
Data
{'content': 'utter, speak'}