Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
View word page
διαφθαρτικός
destructive, fatal

ShortDef

destructive, fatal

Debugging

Headword:
διαφθαρτικός
Headword (normalized):
διαφθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
διαφθαρτικος
IDX:
22300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22301
Key:

Data

{'content': 'destructive, fatal'}