Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονεικέω
διαφιλοτεκνέω
View word page
διαφημίζω
to spread abroad
ShortDef
to spread abroad
Debugging
Headword:
διαφημίζω
Headword (normalized):
διαφημίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφημιζω
IDX:
22299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22300
Key:
Data
{'content': 'to spread abroad'}