Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφίημι
View word page
διάφευξις
an escaping, means of escape

ShortDef

an escaping, means of escape

Debugging

Headword:
διάφευξις
Headword (normalized):
διάφευξις
Headword (normalized/stripped):
διαφευξις
IDX:
22297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22298
Key:

Data

{'content': 'an escaping, means of escape'}