Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
View word page
διαφευκτικός
able to escape

ShortDef

able to escape

Debugging

Headword:
διαφευκτικός
Headword (normalized):
διαφευκτικός
Headword (normalized/stripped):
διαφευκτικος
IDX:
22296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22297
Key:

Data

{'content': 'able to escape'}