Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
View word page
διαφευκτέον
one must avoid

ShortDef

one must avoid

Debugging

Headword:
διαφευκτέον
Headword (normalized):
διαφευκτέον
Headword (normalized/stripped):
διαφευκτεον
IDX:
22295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22296
Key:

Data

{'content': 'one must avoid'}