Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
View word page
διαφεύγω
to flee through, get away from, escape

ShortDef

to flee through, get away from, escape

Debugging

Headword:
διαφεύγω
Headword (normalized):
διαφεύγω
Headword (normalized/stripped):
διαφευγω
IDX:
22294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22295
Key:

Data

{'content': 'to flee through, get away from, escape'}