Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
View word page
διαφέρω
to carry through; be different from, excel
ShortDef
to carry through; be different from, excel
Debugging
Headword:
διαφέρω
Headword (normalized):
διαφέρω
Headword (normalized/stripped):
διαφερω
IDX:
22293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22294
Key:
Data
{'content': 'to carry through; be different from, excel'}