Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
View word page
διαφερόντως
differently from, at odds with
ShortDef
differently from, at odds with
Debugging
Headword:
διαφερόντως
Headword (normalized):
διαφερόντως
Headword (normalized/stripped):
διαφεροντως
IDX:
22292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22293
Key:
Data
{'content': 'differently from, at odds with'}