Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
View word page
διαφεγγής
pellucid
ShortDef
pellucid
Debugging
Headword:
διαφεγγής
Headword (normalized):
διαφεγγής
Headword (normalized/stripped):
διαφεγγης
IDX:
22291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22292
Key:
Data
{'content': 'pellucid'}