Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
View word page
διαφαύσκω
to shew light through, to dawn
ShortDef
to shew light through, to dawn
Debugging
Headword:
διαφαύσκω
Headword (normalized):
διαφαύσκω
Headword (normalized/stripped):
διαφαυσκω
IDX:
22290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22291
Key:
Data
{'content': 'to shew light through, to dawn'}