Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
View word page
διαφαυλίζω
hold cheap, depreciate

ShortDef

hold cheap, depreciate

Debugging

Headword:
διαφαυλίζω
Headword (normalized):
διαφαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφαυλιζω
IDX:
22287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22288
Key:

Data

{'content': 'hold cheap, depreciate'}